-
1 ἐπάγω
ἐπάγω [ᾰ],A bring on,οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι πατήρ Od.18.137
;ἐ. πῆμά τινι Hes.Op. 242
; ; ἐλεύθερον ἦμαρ Bacisap.Hdt.8.77;ἄτην ἐπ' ἄτῃ A.Ch. 404
(lyr.), cf. S.Aj. 1189 (lyr.);κινδύνους τινί Is.8.3
;πόλεμον ἐπὶ τὰς Θήβας Aeschin.3.140
;νόσους γῆράς τε ἐ. Pl. Ti. 33a
;πάθος ἐ. Hp.Morb.Sacr.3
.2 set on, urge on, as hunters do dogs, ἐπάγοντες ἐπῇσαν (sc. κύνας) Od.19.445, cf. X.Cyn.10.19:— in [voice] Med., ib.6.25.b lead on an army against the enemy,Ἄρη τινί A.Pers.85
(lyr.);τὴν στρατιήν Hdt.1.63
, cf.7.165;τὸ δεξιὸν κέρας Ar. Av. 353
;στρατόπεδον Th.6.69
;τινὰ ἐπί τινα Id.8.46
: intr., march against,τισί Plb.2.29.2
: abs., dub. in Luc.Hist.Conscr.21: metaph., Diph.44 (nisi leg. ἐπῇττε).3 lead on by persuasion, influence, Od.14.392, Th.1.107;ἐλπὶς ἥ σ' ἐπήγαγεν E.Hec. 1032
: c. inf., induce one to do, ib. 260, Isoc.14.63:—[voice] Pass.,οἷς ἐπαχθέντες ὑμεῖς D.5.10
(cod. S).4 bring in, invite as aiders or allies,τὸν Πέρσην Hdt.9.1
, cf. 8.112; τὸν Π. ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Epist. Phil. ap. D.12.7; (v. infr.11.2.5 bring to a place, bring in, S.Tr. 378, E.Ph. 905;ἅμαξαι.. τοὺς λίθους ἐπῆγον Th. 1.93
:—[voice] Med., draw in nourishment, of roots, Thphr.HP1.1.9:— [voice] Pass.,τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Ti.Locr.102b
.6 bring in, supply,ἐπιτήδεια Th.7.60
;τὰ ἐκ τῶν διωρύχων ἐ. νάματα Pl.Criti. 118e
;λίμνην.. εἰς τὴν ἅλμην Ephipp.5.12
: metaph.,ἐπάγει ἡ ψυχὴ τὸ ἓν ἄλλῳ Plot.6.9.1
.7 lay on or apply to one, ἐ. κέντρον πώλοις, of a charioteer, E.Hipp. 1194;ἐ. πληγὴν ἐπί τινα LXX Is.10.24
; ἐ. ζημίαν, = ἐπιτιθέναι, Luc.Anach.11; ἔπαγε τὴν γνάθον lay your jaws to it, Ar. V. 370; ἐ. τὴν διάνοιάν τινι apply it, Plu.Per.1.8 bring forward, ἐ. ψῆφον τοῖς ξυμμάχοις propose a vote to them, like ἐπιψηφίζειν ἐς.. Th.1.125, cf. 87; ψῆφος ἐπῆκτό τινι περὶ φυγῆς against him, X.An.7.7.57, cf. D.47.28;ἐ. ὅρκον τισί Paus.4.14.4
, cf.IG9(1).334.13 ([dialect] Locr.); also ἐ. δίκην, γραφήν τινι, bring a suit against one, Pl.Lg. 881e, D.18.150; γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας ib.249;λεγέτω πρότερος ὁ ἐπάγων τὰν δίκαν Foed.Delph.Pell.1
A10;ἐ. αἰτίαν τινί D.18.141
;αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ Id.21.110
, cf.114.9 bring in over and above,παροψώνημα A.Ag. 1446
;τῷ λόγῳ τὸ ἔργον Plu.Lyc.8
:—[voice] Pass., τὸ ἐπαγόμενον φωνῆεν the vowel which follows, EM176.55; ὁ ἐ. ἀγών extraordinary, CIG 3491 ([place name] Thyatira).b intercalate days in the year, Hdt.2.4, D.S.1.50; αἱ ἐπαγόμεναι, with or without ἡμέραι, intercalated days, ib.13, Plu.2.355e, Inscr.Cypr.134 H., PStrassb.91.6, Vett.Val.20.26, 36.9, etc.10 in instruction or argument, lead on,τινὰς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα Pl.Plt. 278a
:—[voice] Pass.,ἐπαχθέντων αὐτῶν Aristox.Harm.p.23
M.b esp. in the Logic of Aristotle, teach or convince by induction,ἐπάγοντα ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὸ καθόλου καὶ τῶν γνωρίμων ἐπὶ τὰ ἄγνωστα Top.156a4
:—[voice] Pass., , cf.71a21,24: abs., συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα by syllogism or by induction, Rh.1356b8, cf. Top.157a21,al.;οὐδ' ὁ ἐπάγων ἀποδείκνυσιν APo.91b15
.c also ἐ. τὸ καθόλου bring forward, advance: hence, infer the general principle,τῇ καθ' ἕκαστα ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἐπαγωγῇ ἐ. τὸ καθόλου Top.108b11
, cf. SE 174a34; so later, adduce the argument,ὅτι.. Alex.Aphr.
inSE6.2; conclude, infer, Arr.Epict.4.8.9.11 ἐ. τὴν κοιλίαν move the bowels, v.l. for ὑπ-, Dsc.4.157.II [voice] Med., bring to oneself, procure or provide for oneself,ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται Th.1.81
, cf. 6.99: metaph., Ἅιδα φεῦξιν ἐ. devise, invent a means of shunning death, S. Ant. 362 (lyr.);τὴν τῶν ξυμμάχων δούλωσιν Th.3.10
;τῶν.. κακῶν ἐ. λήθην Men.467
.2 of persons, bring into one's country, bring in or introduce as allies (v. supr. 1.4), Hdt.2.108, Th.1.3, 2.68, 4.64,al.;οἰκιστὴν ἐ. Hdt.6.34
, cf. 5.67;ἐπιϝοίκους ἐ. Berl.Sitsb.1927.8
([dialect] Locr., v B. C.).3 μάρτυρας ποιητὰς ἐ. call them in as witnesses, Pl.R. 364c, cf. Lg. 823a, Arist.Metaph. 995a8; ἐ. ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις introduce by way of quotation, Pl.Prt. 347e;τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα Id.Ly. 215c
; ἐ. μαρτύρια adduce testimonies, X.Smp.8.34;εἰκόνας ἐ. Id.Oec.17.15
;ὅρκον ἐ. πάντα τὰ ζῷα Porph.Abst.3.16
.4 bring upon oneself,νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ Pl.Lg. 897d
;φθόνον X.Ap.32
;συμφορὰν ἐμαυτῷ Lys.4.19
;αὐθαίρετον αὑτοῖς δουλείαν D.19.259
;πράγματα Id.54.1
;ἑαυτοῖς δεστότην ἐ. τὸν νόμον Pl.Grg. 492b
;μητρυιὰν ἐ. κατὰ τῶν ἰδίων τέκνων D.S.12.12
.6 bring over to oneself, win over,τὸ πλῆθος Th.5.45
;τινὰ εἰς εὔνοιαν Plb.7.14.4
: c. acc. et inf., ἐ. τινὰς ξυγχωρῆσαι induce them to concede, Th.5.41. -
2 πταῖσμα
A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).II failure, misfortune, euphem. for defeat,ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149
; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται π. D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης π. Phld. Vit.p.22J.;περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πταῖσμα
-
3 ἀντιόομαι
A- ώσομαι Hdt.7.9
.γ, 102, al.: [tense] aor. [voice] Pass. ἠντιώθην, [dialect] Ion.ἀντ- Id.4.126
, 7.9.ά, al.:—resist, oppose,τινί Id.1.76
, A.Supp. 389, etc.;τινὶ ἐς μάχην Hdt.7.102
: abs., οἱ ἀντιούμενοι, = οἱ ἐναντίοι, Id.1.207,4.1.2 in Id.9.7.β (dub.), c. acc., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην that ye would meet him in Boeotia. ( ἐναντ- is used in pure [dialect] Att., ἀ. in Aen.Tact.36.7. The Homeric forms ἀντιόω, ἀντιόωσι, etc., belong to ἀντιάω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιόομαι
-
4 ἀποθήκη
ἀπο-θήκη, ἡ,A any place wherein to lay up a thing, magazine, storehouse, Th.6.97;ἀ. βιβλίων Luc.Ind.5
;ἀ. σωμάτων
burial-place,Id.
Cont.22.2 refuge, Philist.59.II anything laid by, store, ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἐς τὸν Πέρσην lay up store of favour with him, Hdt. 8.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθήκη
См. также в других словарях:
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
ИАКОВ ПЕРСЯНИН — [Персиянин, Перс, Перский; греч. ᾿Ιάκωβος ὁ Πέρσης; Иаков Рассеченный сир. ] (20 е гг. V в.), вмч. Персидский (пам. 27 нояб.). Источники Вмч. Иаков Персянин. Фрагмент иконы «Минея годовая». 2 я пол. XVI в. (Музей икон, Рекклингаузен) Вмч. Иаков… … Православная энциклопедия